Βρέθηκε το λήμμα
γουνιά (η)
  1. Γωνία

  2. Τζάκι

  3. Πελεκημένη πέτρα για χτίσιμο στη γωνία του σπιτιού

    • Φρ.: -Δε (δες) ούγια τσι πάρι πανί, δε (δες) γουνιά τσι πάρι πιδί