βουκέντρα, κεντρί, ξύλο με καρφί στο τέλος, ή πελεκημένη μύτη, που χρησίμευε ως κεντρί για να «τζιντά» ο ζευγάς τα βόδια και να προχωρούν (βλ και λ. «κατσόν'»)
-Μόλις κάτσι πα στου ντουγέν', πήρι του τζέντρ' τσι τσ' ζιπιές στα χέρια. Τζιέκσι του ένα βόδ', τ' δίν' μια κλουτσιά, τουν πέταξε μεσ' τ' αλών'!