Βρέθηκε το λήμμα
τατσ'μένους (ι)
  1. Τσακισμένος, κομματιασμένος

  2. μτφ. με κομμένα τα ήπατα, ταλαιπωρημένος

    • -Θαρρείς τσ' είμι τατσ'μένους μεσ' του γ'δί = κατακουρασμένος