Δηλώνει αποστροφή
Ετυμολογία: αρχ. οργυιά < ορόγυια (= οργιά) < ορέγω (= τεντώνω τα χέρια)
shareΜονάδα μέτρησης ίση με το άνοιγμα των χεριών σε έκταση προς τα πλάγια
Η πρόσοψη (η καλή πλευρά) του υφάσματος, σε αντίθεση με την άλλη που λέγεται «ανουκακιά»
Επιφώνημα για διώξιμο ζώων (όπως π.χ. «ουστ» για σκύλο)
Περνώ σε αρμαθιά ουρνούς (= αγριόσυκα) και τους κρεμώ στις συκιές για γονιμοποίηση των σύκων.
Το βαθυπράσινο αρσενικό ή άγουρο σύκο που χρησιμοποιείται και για τη γονιμοποίηση των φαγώσιμων σύκων
Ερεσιώτικο, από την Ερεσό
Το μεγάλο κουδούνι που μπαίνει στο λαιμό του οδηγού ζώου ενός κοπαδιού (προβάτων, κατσικιών κ.τ.λ.)
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΕπιδεξιότητα, έμπειρος τρόπος χειρισμού
Ο φόρος της δεκάτης που έπαιρναν οι Τούρκοι από τα σιτηρά ή άλλους καρπούς
Μερίδιο
Ετυμολογία: τουρκ
shareΡωμιός που στα χρόνια της τουρκοκρατίας (πριν από το 1912) μάζευε το δέκατο των καρπών του καλοκαιριού (σιτάρι, κριθάρι) για λογ/σμό των αφεντάδων Τούρκων και τους το παρέδιδε όταν τέλειωναν τα αλώνια.
Υποτιμητική προτροπή προσοχής σε άνθρωπο, όπως στα βόδια και όπως τα «ούστ» και «ψιτ» για σκύλους - γάτες
Α πάντηση στο όχι κάποιου άλλου (π.χ. που του προτείνεις κάτι να γίνει και δεν αποδέχεται την πρότασή σου)