Βρέθηκε το λήμμα
ουρθιά (η)
  • Η πρόσοψη (η καλή πλευρά) του υφάσματος, σε αντίθεση με την άλλη που λέγεται «ανουκακιά»

    • Φρ: -Έιτουτους εν έχ' νε (ούτε) ουρθιά νε (ούτε) ανουκακιά = είναι αλλοπρόσαλλος