Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: από το τουρκ. kirmak = σπασιμο
Το κόψιμο-μάζεμα των φύλλων του καπνού