Βρέθηκε το λήμμα
ουσούρ (του)
  1. Ο φόρος της δεκάτης που έπαιρναν οι Τούρκοι από τα σιτηρά ή άλλους καρπούς

  2. Μερίδιο

    • -Α μπάρ' τσι ι θιός του ουσούρι τ' = το μερίδιό του (π.χ. σε περίπτωση απώλειας ενός παιδιού)