Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: αρχ. οργυιά < ορόγυια (= οργιά) < ορέγω (= τεντώνω τα χέρια)
Μονάδα μέτρησης ίση με το άνοιγμα των χεριών σε έκταση προς τα πλάγια