Βρέθηκε το λήμμα
ουσουρτζής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ

  • Ρωμιός που στα χρόνια της τουρκοκρατίας (πριν από το 1912) μάζευε το δέκατο των καρπών του καλοκαιριού (σιτάρι, κριθάρι) για λογ/σμό των αφεντάδων Τούρκων και τους το παρέδιδε όταν τέλειωναν τα αλώνια.