φ'δαρνιά (η)
  • Το μεγάλο φίδι

φ'λάγου
  • Περιμένω

    • -Μαυρίσασ' τα μάκια μ' του δρόμου να κιουρώ,

    • τ'ς αγουγιάτις να ρουτώ

    • τσι σένα να φ'λάγου!
φ'λαχτσής (ι)
  • Φύλακας

    • -Του φίδ' είνι του γούρ' τ' σπιτιού, φ'λαχτσής είνι!
φ'λώ και φ'λιέμι
  • Φιλώ και φιλιέμαι

    • -Άιντι φλιθούτι = Εμπρός φιληθείτε
φ'νίτσια (τα) Βλέπε:
φ'σώ
  • Φυσώ

φ'τίλια (τα)
  • Τα φιτίλια

φαγάνα (η)
  • Γυναίκα που τρώει πολύ και λαίμαργα

φαγουριάζουμι
  • Μαλώνω, καυγαδίζω

    • -Φαγουριάσκας = Μάλωσαν πολύ

    • -Ξόστουμι τρέχα τσι τα κ'τάβια φαγουριάσκας
φάδ' (του)
  • Υφάδι

φάλ' (του)
  • Οπή - καταπακτή στο εμπρός και στο πίσω μέρος μιας βάρκας για να γυαλεύουν, αποθηκεύουν ή τιμονεύουν

φάλια

Ετυμολογία: ίσως από το τουρκ. fal = μοίρα

  1. Ανοίγω φάλια = Ανοίγω νέα θέματα

    • -Άνξι φάλια τσι γίνκας οι καβγάδις!
  2. Το σημείο όπου βάζουν το καψούλι σε εμπροσθογεμές όπλο (τσιφτέ)

φανάρ' (του)
  1. Το λαδοφάναρο

  2. Σκεύος της κουζίνας από λεπτό συρμάτινο πλέγμα στα πλάγια, όπου φύλαγαν τρόφιμα. Το ψυγείο της παλιάς εποχής

  3. Ο δίσκος του καφετζή (με 3 χερούλια κολλημένα στα πλάγια που κατέληγαν σε μια λαβή)

  4. Το κενό της περιστρεφόμενης σκάλας ενός σπιτιού

φαναρέλ' (του)
  • υποκορ. της λ. «φανάρ'»

φαναρτζής (ι)
  • Πρόσωπο που κατασκευάζει ή επιδιορθώνει φανάρια

φανό δίχτ' (του)
  • Δίχτυ πλατύ με «μάτι» από 20 - 40 χιλιοστά

φάν'τσι
  • Φάνηκε

    • -Έ νι φάν'τσι = Δε φάνηκε, δεν παρουσιάστηκε, δεν ήρθε
φαρδουμάν'κου (του)
  • Με φαρδύ μανίκι

    • Φρ:καλά είνι τα φαρδουμάν'κα μα τα φουρούς οι Δισπουτάδις
φασάτου πρόβατου (του)
  • Το πρόβατο που έχει τα πλάγια του προσώπου μαύρα (ιταλ.)

φασιά (η)
  • Η ύφανση, το σχέδιο

φασλάτου πρόβατου (του)
  • Με βούλες σαν δάκρυα κάτω από τα μάτια

φασλάτου χιντρό πρόβατου
  • Χιντρό (βλ. λ.) με κοκκινωπά στίγματα (γύρω από τα χείλη και τα μάτια)

φατσή (η)
  • Φακή

φελί (του)
  • Κομμάτι, φέτα ψωμιού, γλυκού κ.τ.λ.

φελλό (του) (
  • πληθ.) τα φελλά = Οι φελλοί που κρατάνε τα δίχτυα των ψαράδων στην επιφάνεια

φέξ' (η)
  • Φέξιμο, φως, φακός

    • -Άμι κη φέξ' = πήγαινε το φως

    • -Ε (κοίτα, δες) μια φέξ' πίσου απ' του β'νό
φέσ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. fes, από το όνομα της πόλης Fez, πρωτεύουσα του Μαρόκου

  • μτφ. χρέος, απατηλή υπόσχεση

    • -Έμ τσι συ ουλ' κ' μέρα μέσ' του δρόμου βρίστσισι για τ' μιανού τσι τ' αλλουνού τα φέσια

    • Φρ:Άναψαν τα φέσια τ' = έγινε έξω φρενών
φετφάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. fetva

  • Επίσημη γνωμοδότηση ή ερμηνεία από μουφτή ή ιμάμη σχετικά με θρησκευτικά ή νομικά ζητήματα του ιερού μουσουλμανικού δικαίου, (μτφ.) αυθαίρετη απόφαση, διαταγή]

φιγγάρ' (του)
  • Φεγγάρι

    • Φρ: Τούτις τσ' μέρις κυβιρνά του φιγγάρ' = υποδηλώνει άστατο καιρό
φιλιάζου
  • Συναρμόζω, ταιριάζω δυο αντικείμενα

    • -Η πόρτα έ φιλιάζ' τσι μπαίν' κρύου
φιρφίρια (τα)
  • Όρος χαρτοπαιγνίου

φισκί (του)
  • Κοπριά αχώνευτη (φρέσκια)

φιτζίζου
  • Φέγγω αμυδρά

    • -Οι φούστις μας φιτζίζουν = επιτρέπουν να διαγράφεται το σώμα μας στο φως
φκ'νός (ι)
  • Φτηνός

φκάρ (του)
  • Η θήκη μαχαιριού

φκή (αντων.)
  • Αυτή

    • -Για δούτι μπε, ντα ήντου φκή η κατρατσύλα, τσι θέλας φράγκα, τσι για του κατούρμα!!! Ιγιού! = προφανώς αναφέρεται σε κάποιο παιχνιδότοπο με επί πληρωμή τουαλέτα.
φκοί
  • Αυτοί (οι άνθρωποι)

φκυάρ' (του)
  • Φτυάρι

    • -Οκ' σκατά τσι του φκυάρ' = και οι δύο έχουν τα ίδια χάλια, τα ίδια μειονεκτήματα κ.τ.λ.
φκυματώ
  • Φτύνω

φλουμώνου
  • Τσακίζω το φυτό «φλόμος» για να «φλουμώσου» τα ψάρια στους ποταμούς

φνίκα (η)
  • Λεπτό, διαφανές, δεύτερης ποιότητας κεφαλομάντηλο γυναικών για καθημερινή χρήση.

    • -Φνίτσις, τσιμπέρια, ανιμάκια τσ' άλλα πουλλά
φνίτσια (τα) Βλέπε:
φνού, φνής, φνού =
  • Αυτού, αυτής, αυτού

    • -Φνής τα πουδάρια είνι ούλου σ'κουμένα = υπονοεί σεξουαλική πράξη
φόρτουμα (του)
  • Σχοινί που χρησιμοποιείται για το φόρτωμα αντικειμένων στα ζώα.

φουκαραλίκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. fukaralık

  • Φτώχεια, ανέχεια

φουκιά (η)
  • Φωτιά

    • Φρ: Φουκιά τσι πόκαψ' = φριχτή ζέστη
φουκίζουμι
  • Φωτίζομαι

    • - Φουκίθκα! = ψώνισα από σβέρκο (με την ίδια έννοια που λέμε «φωτίστηκα».
φουκιούδα (η)
  • υποκορ. της λ. «φουκιά -φωτιά»

φουρκαλ'μένου (του)
  • Σκουπισμένο

    • -Μπρουστά γι' αυλές φουρκαλ'μένις, ένα γύρου ασπρ'σμένα ούλα, λάμπας (έλαμπαν)
φουρκαλιά (η)
  • Σκούπα

Επίσης: