Περιμένω
Μαλώνω, καυγαδίζω
Οπή - καταπακτή στο εμπρός και στο πίσω μέρος μιας βάρκας για να γυαλεύουν, αποθηκεύουν ή τιμονεύουν
Ετυμολογία: ίσως από το τουρκ. fal = μοίρα
shareΑνοίγω φάλια = Ανοίγω νέα θέματα
Το σημείο όπου βάζουν το καψούλι σε εμπροσθογεμές όπλο (τσιφτέ)
Το λαδοφάναρο
Σκεύος της κουζίνας από λεπτό συρμάτινο πλέγμα στα πλάγια, όπου φύλαγαν τρόφιμα. Το ψυγείο της παλιάς εποχής
Ο δίσκος του καφετζή (με 3 χερούλια κολλημένα στα πλάγια που κατέληγαν σε μια λαβή)
Το κενό της περιστρεφόμενης σκάλας ενός σπιτιού
Χιντρό (βλ. λ.) με κοκκινωπά στίγματα (γύρω από τα χείλη και τα μάτια)
Φέξιμο, φως, φακός
Ετυμολογία: τουρκ. fes, από το όνομα της πόλης Fez, πρωτεύουσα του Μαρόκου
shareμτφ. χρέος, απατηλή υπόσχεση
Ετυμολογία: τουρκ. fetva
shareΕπίσημη γνωμοδότηση ή ερμηνεία από μουφτή ή ιμάμη σχετικά με θρησκευτικά ή νομικά ζητήματα του ιερού μουσουλμανικού δικαίου, (μτφ.) αυθαίρετη απόφαση, διαταγή]
Φέγγω αμυδρά
Αυτή
Φτυάρι
Λεπτό, διαφανές, δεύτερης ποιότητας κεφαλομάντηλο γυναικών για καθημερινή χρήση.
Αυτού, αυτής, αυτού
Φωτίζομαι
Σκουπισμένο