Βρέθηκε το λήμμα
φετφάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. fetva

  • Επίσημη γνωμοδότηση ή ερμηνεία από μουφτή ή ιμάμη σχετικά με θρησκευτικά ή νομικά ζητήματα του ιερού μουσουλμανικού δικαίου, (μτφ.) αυθαίρετη απόφαση, διαταγή]