Βρέθηκε το λήμμα
φέσ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. fes, από το όνομα της πόλης Fez, πρωτεύουσα του Μαρόκου

  • μτφ. χρέος, απατηλή υπόσχεση

    • -Έμ τσι συ ουλ' κ' μέρα μέσ' του δρόμου βρίστσισι για τ' μιανού τσι τ' αλλουνού τα φέσια

    • Φρ:Άναψαν τα φέσια τ' = έγινε έξω φρενών