Βρέθηκε το λήμμα
φνίκα (η)
  • Λεπτό, διαφανές, δεύτερης ποιότητας κεφαλομάντηλο γυναικών για καθημερινή χρήση.

    • -Φνίτσις, τσιμπέρια, ανιμάκια τσ' άλλα πουλλά