Βρέθηκε το λήμμα
φάλια

Ετυμολογία: ίσως από το τουρκ. fal = μοίρα

  1. Ανοίγω φάλια = Ανοίγω νέα θέματα

    • -Άνξι φάλια τσι γίνκας οι καβγάδις!
  2. Το σημείο όπου βάζουν το καψούλι σε εμπροσθογεμές όπλο (τσιφτέ)