φουρκαλίδα (η) Βλέπε:
φουρκαλώ
  • Σκουπίζω με σκούπα

φουρλαγκίζου
  • Φουντώνω από θυμό

    • -Πείραξί τουν κουμμάκ' να τουν φουρλαγκίσουμι!
φουρλαγκσμένους (ι)
  • Απότομα εξαγριωμένος

φουρνόξ'λου (του)
  • Ξύλο για κάψιμο σε φούρνο.

φουρνόφτυαρα (τα)
  • Φτυάρια για φούρνους

φουρσέτ (του)
  • Βιασύνη

    • -Ήρθι μι του φουρσέτ τ'ς = θυμωμένη, φουριόζα, βιαστικά

    • -Είχι ένα φουρσέτ, έ τουν έπιανις!
φουρτουκήρα (η)
  1. Ήταν ένα διχαλωτό στη μια άκρη ξύλο, μήκους μέχρι ενάμιση περίπου μέτρο, που κρατούσε (στήριζε) από κάτω το ένα φορτωμένο τσουβάλι, από τη μια πλευρά του ζώου, για να πας από την άλλη πλευρά και να φορτώσεις το άλλο τσουβάλι ώστε να ισορροπήσουν. Τη χρησιμοποιούσες όταν ήσουν μόνος και φόρτωνες το υποζύγιο.

  2. μτφ. οικονομική ενίσχυση

φουρτούμ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. hortum = σωλήνας

  • Ο πάνινος σωλήνας ποτίσματος

φουρώ
  • Φοράω

    • -Καλά είνι τα φαρδουμάν'κα μα τα φουρούς οι Δισπουτάδις
φούσμα (του)
  • Φύσημα

φουτσιέρ' (του)
  • Σπάγκος ή ξυλάκι βουτηγμένο σε λειωμένο θειάφι για προσάναμμα.

Επίσης:
φούχτα (η)
  • Χούφτα

φούχταλου (του)
  • βλ. λ. «χούφταλου»

φουχτούδα (η)
  • υποκορ.της λ.«φούχτα»

φραγκαχ'νιός (ι)
  • Αχινός πολύ μαύρος. Ζει στην ανοιχτή θάλασσα και δεν τρώγεται

φραίνουμι
  • Τέρπομαι, ευχαριστιέμαι

    • Φρ.: Η πίτα που θα μι φράν' απ' του φούρνου φαίνιτι = αν είναι κάτι καλό θα φανεί από την αρχή.
φρασιά (η)

Ετυμολογία: μσν. ευφρασία > φρασιά (= φαιδρότητα, ευχαρίστηση

  • Συμπεριφορά

    • 1) Φρασιά εν έχ' = δεν πρέπει να τον παίρνει κανείς στα σοβαρά, τα λόγια του είναι ασυνάρτητα, άνοστα

    • 2) Είδις φρασιές; = όταν προσάπτεται μομφή σε κάποιον για κακή συμπεριφορά και μη αποδεκτό τρόπο ενεργειών
φράτζ'κα
  1. Ευρωπαϊκή ενδυμασία σε αντιδιαστολή με την ελληνική

  2. Η ευρωπαϊκή γλώσσα

φρέγκιμους (ι)
  • Γνωστικός, ήσυχος, φρόνιμος

    • -Πουλύ φρέγκιμου πιδί! = πολύ γνωστικό παιδί
φριγγί (του)
  • Εσωτερικό χώρισμα δύο δωματίων του σπιτιού. Κατασκευάζεται χωρίς τούβλα με μπαγντατί (μπαγντατί = ξύλινοι πήχεις 2-3 πόντους φάρδος) που καρφώνονται μέσα-έξω και μετά σοβαντίζεται το χώρισμα και φαίνεται σαν τοίχος κανονικός

φρινιάζου
  • Θυμώνω πολύ

φρίσσα (η)
  • Η μεγάλη σαρδέλα

φρίτ (άκλ.)
  • Γίνομαι έξαλλος

    • -Φρίτ γίντσι απ' του θ'μό τ' = έγινε έξαλλος
φρόκαλου (του)
  1. Το σκουπίδι

  2. μτφ. ο ευτελής, ο τιποτένιος άνθρωπος

φρουκάλ'μα (του)
  • Σκούπισμα

    • -Ι Γιώργ'ς σταμάκσι του «φρουκάλ'μα» τσι μιγαλουπιάνιτι
φρουκαλιά (η) ή φρουκάλ' (του)
  • Η σκούπα συνήθως από βούρλα

φρουκαλίδα (η)
  • Σκούπα

φρουκαλώ
  • Σκουπίζω

    • -Φρουκάλσι κι αυλή τσ ύστιρα έλα μέσα
φσιά (η)
  • Δύναμη

φτάζ'μους (ι)
  • Ψωμί που παρασκευάζεται με ειδική ζύμη από ρεβίθια (και όχι από προζύμι) που ανεβαίνει και ζυμώνεται 7 φορές (εξ ου και «φτάζ'μους - επτάζυμος)

φτάνου
  • Κάνω

    • -Ντα φτάν'ς έφτου; = τι κάνεις εκεί πέρα;
φτάξαμι
  • Βρήκαμε στις μέρες μας, στην εποχή μας

    • -Ε τα φτάξαμι μεις έιτουτα τα ξ'λουμένα!
φτάτσνου (του)
  • Είδος κλήματος που καρποφορεί κατ' επανάληψη (εφτά φορές μέσα σε ένα χρόνο)

φτέρνα (η)
  • Κεντρικό ξύλο στέγης

φτερουγαριός (ι)
  • Χαζούλης

φτηργάτου πρόβατου (του)
  • Το πρόβατο που έχει τα νώτα υπέρυθρα

φτιξιάρ'ς (ι)
  • Ο φταίχτης

    • Φρ: Έμ φτιξιάρ'ς έμ πανουγώτιρους = Παρά το ότι φταις, βγαίνεις και από πάνω
φτό (αντων.)
  • Αυτό

φτός (αντων.)
  • Αυτός

φτρι (του)
  1. Φιτίλι καντηλιού

  2. Η φύτρα μονοετών φυτών

φτσή (η)
  • Η ευχή

    • -Κή φτσή μ' νάχ'ς μουρέλι μ'!
φτσιλώνου
  • Ευλογία υπό ιερέως με το ευχέλαιο της Μεγάλης Τετάρτης

Επίσης:
φτσιρώνου Βλέπε:
φτώ
  • Φτύνω

φυλιέρα (η)
  • Εργαλείο που κάνει πάσα είτε σε ξύλο είτε σε σίδερο.

φυλλί (του)
  • Λεπτή φέτα ψωμιού, πεπονιού, καρπουζιού κ.τ.λ. (ίσως από το λεπτό φύλλο)

    • -Έ θεια δώμ' ένα φυλλί ψουμί!
φυλτζανάτου βάκλιου πρόβατου (του)
  • Βάκλιου (βλ. λ.) πρόβατο με μεγάλους καφέ ή μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια.

φυσιρό (του)
  • Εργαλείο του σιδηρουργού, βεντάλια

φυτωτάδες (οι)
  • Αυτοί που φύτευαν το σπόρο στα χωράφια