Βρέθηκε το λήμμα
σφιντύλ' (του)

Ετυμολογία: μσν. σφοντύλι

  • Το σφοντύλι του αδραχτιού δηλ. στρογγυλό ξύλο με τρύπα στη μέση βοηθητικό της περιστροφής του αδραχτιού