Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. σφοντύλι
Το σφοντύλι του αδραχτιού δηλ. στρογγυλό ξύλο με τρύπα στη μέση βοηθητικό της περιστροφής του αδραχτιού