Βρέθηκε το λήμμα
σφίγγουμι
  1. Σφίγγομαι

  2. μτφ. σπεύδω, τρέχω, πετάγομαι

    • -Του προυί σφίχκα (=πετάχτηκα ) ως τα Ψίνια, ποίκα κακ' δ'λειές, τσι του μισ'μέρ' γύρσα πίσου.