Βρέθηκε το λήμμα
σφαχκιάζου

Ετυμολογία: αρχ. σφαγιάζω

  • Τρώγω με βία, γρήγορα

    • -Άι σφάχκιασι, να δούμι α χουρτάεισ'ς;