Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Σκόνη βαφής με την οποία οι παλιές γυναίκες έβαφαν το πρόσωπο και τα νύχια τους, συνήθως στο γάμο. Βγαίνει από λειχήνες βράχων