Βρέθηκε το λήμμα
κ'βάρα (η)
  • Πλήθος, σωρός, ποσότητα, σωματική κατάσταση

    • -Μια κ'βάρα αθρώπ'!

    • -Μια κ'βάρα παράδις!

    • -Ι Γιώργ'ς γίντσι μια κ'βάρα = γέρασε, καμπούριασε, πήρε το σχήμα του σωρού από πράγματα