Βρέθηκε το λήμμα
κ'σούρ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kusur = έλλειψη, μειονέκτημα, αναπηρία

  • Κουσούρι=ελάττωμα, μειονέκτημα, ατέλεια