Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. kusur = έλλειψη, μειονέκτημα, αναπηρία
Κουσούρι=ελάττωμα, μειονέκτημα, ατέλεια