Βρέθηκε το λήμμα
ζμουρώνου
  • Κάθομαι χωρίς να μιλάω, με χαμηλό βλέμμα, μαζεύομαι

    • -Ζμούρουξι σκ' γουνιά τ'= μαζεύτηκε στη γωνιά του