Βρέθηκε το λήμμα
ζουμπάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. zimba = εργαλείο που τρυπά μέταλλα ή σπρώχνει κεφάλια καρφιών που εξέχουν

  1. μικρό βοηθητικό εργαλείο του χεριού που το χτυπούμε με το σφυρί πάνω σε μια επιφάνεια για να την τρυπήσουμε

  2. μτφ. άτομο κοντού αναστήματος, κοντοστούπης