Βρέθηκε το λήμμα
ζορ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Ζόρι=βία, καταναγκασμός

    • -Ζορ' η δ'λειά, μπιλάς τα γράμματα

    • -Η χήρα τ' πουτές εν έβαζι του κουρμί τ'ς στου ζορ'!