ψουμουσάν'δου (του)
  • Πλατύ και μακρύ σανίδι, όπου τοποθετούσαν τα ψωμιά. Το κρεμούσαν από το ταβάνι, σε κάποιο ύψος, για να μην το φτάνουν τα παιδιά της οικογένειας αλλά και τα ποντίκια.

ψουριάρ'ς (ι)
  1. Ψειριάρης (αυτός που είναι γεμάτος ψείρες).

  2. μτφ. ο βρόμικος, ο ατημέλητος

    • -Άι κάτσι πάσ' του βόλαδου τσι έν είνι ι κώλους μαθ'μένους για καρέγλα, διαβόλ' ψουριάρ'!
ψουφάτς (του)
  • Μικρό μεταναστευτικό πουλί

ψουφμένους (ι)
  • Ψόφιος

ψουφουλουγώ
  1. Παλεύω με το θάνατο

  2. μτφ. κοιμούμαι βαριά

ψουφώ
  • Πεθαίνω (για τα ζώα κυρίως αλλά και για τους ανθρώπους χλευαστικά και σαν κατάρα)

ψόφακας (ι)
  • Είδος πουλιού

ψόφους (ι)
  1. Θάνατος

  2. Το πολύ δυνατό κρύο

    • -Ψόφου κάν' σήμιρα!

    • -Ψόφους έπισι στ'ς όρν'θις
ψτεύγου
  • Πιστεύω

    • -Ε ψτεύγου να τσ' διώξιτι τσ' έφτις;
ψχουρντίζ'
  • Ψιχαλίζει

    • -Έβριξι ψε. Έ βαριέσι. Ψχούρντζι κουμμάκ'
ψχουχρίζου
  • Ραντίζω φυτά ή ρούχα για σιδέρωμα.