Βρέθηκε το λήμμα
ψουριάρ'ς (ι)
  1. Ψειριάρης (αυτός που είναι γεμάτος ψείρες).

  2. μτφ. ο βρόμικος, ο ατημέλητος

    • -Άι κάτσι πάσ' του βόλαδου τσι έν είνι ι κώλους μαθ'μένους για καρέγλα, διαβόλ' ψουριάρ'!