Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ψειριάρης (αυτός που είναι γεμάτος ψείρες).
μτφ. ο βρόμικος, ο ατημέλητος