φρασιά (η)
Ετυμολογία:
μσν. ευφρασία > φρασιά (= φαιδρότητα, ευχαρίστηση
-
Συμπεριφορά
-
1) Φρασιά εν έχ' = δεν πρέπει να τον παίρνει κανείς στα σοβαρά, τα λόγια του είναι ασυνάρτητα, άνοστα
-
2) Είδις φρασιές; = όταν προσάπτεται μομφή σε κάποιον για κακή συμπεριφορά και μη αποδεκτό τρόπο ενεργειών