Βρέθηκε το λήμμα
κύρτους (ι)

Ετυμολογία: αρχ. κύρτος

  • Στρογγυλό πλεχτό συρμάτινο καλάθι με μια τρύπα από τη μια πλευρά από όπου μπαίνουν τα ψάρια αλλά δεν μπορούν μετά να βγουν (τρόπος ψαρέματος)