ι
  • Άρθρο γένους αρσενικού «ο»

    • -Όσα τραβά τ' γαϊδάρ' ι κώλους ε τα τραβά ι κόσμους ούλους
ι λόγους του φέρν'
  • Με την ευκαιρία αυτή

Ιβρώπ (η)
  • Ευρώπη

    • - Λάτι να δείτι βρε αθρώπ'

    • Τι κάν' για τουν παρά γ' Ιβρώπ !
ιγιού (
  • επιφών). όπως: «άχ Παναγιά μου» ή «τώρα τι κάνουμε;»

    • -Ιγιού, ντα θα φα μπε του μουρό;

    • ή ειρωνία (με παρατεταμένο το «ου» και απότομο τονισμό του τελευταίου

    • -Ι Μπαλισιάκους λέγ' α γίν' Δήμαρχους!

    • -Ιγιουουού!
ίδρους (ι)
  • Ο ιδρώτας

    • -Μ'έκοψι ψ'λός ίδρους μόλις άκ'σα τ'ς φουνές (τρόμαξα)
ικλουγές (οι)
  • Εκλογές

ικράμ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. ikram

  • Η περιποίηση με την καλή αλλά και με την κακή έννοια

    • -Ούλου ικράμια τ' κάν'! = συνεχώς τον περιποιείται (με την καλή έννοια)

    • -Ας κάνου ένα ικράμ που α του θ'μάσι = θα σε «περιποιηθώ» (με την κακή έννοια)
ιλάμ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. ılâm

  • Επίσημη απόφαση (π.χ. δικαστηρίου)

ιμπνές (ι)
  • Μπινές=ομοφυλόφιλος άνδρας, (υβριστ) άνθρωπος αναξιόπιστος, κακού χαρακτήρα

    • -Πάρτα ιμπνέ να μη στα χρουστώ = μούντζα
ιμπνιλίκ' (του)
  • Μπινελίκι, πάθος, συνήθεια

ιννιάπιτρου (του)
  • Παιδικό παιχνίδι

ιρίκ' (του)
  • Το κορόμηλο

ιρικιά
  • Η κορομηλιά

ίσα
  • Εμπρός, άντε ή φύγε

    • -Ίσα δρόμου = μπρος, φύγε
ίσια κάτου
  • Προς τα κάτω

ίσια μέσα
  • Προς τα μέσα

ίσια πάνου
  • Προς τα πάνω

ίσια πέρα
  • Προς (μακρινή απόσταση)

ίσιαλα

Ετυμολογία: τουρκ. inşallah

  • Μακάρι

    • -Ίσιαλα θιέ μ' να μη προυλάβινα να βγω….
Ίσιαμ ή ίσαμι
  • (τοπικά και χρονικά) Μέχρις ότου, έως

    • -Ίσιαμ να τιλιώσ'= μέχρι να τελειώσει
ισίγκι
  • Πρέκι από πέτρα

ιστάχ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. ıştah = όρεξη

  • Το σθένος, η όρεξη για δουλειά

ισταχ'λαγκίζου
  • Έχω όρεξη να κάνω κάτι (π.χ. να χορέψω ή να σκάψω το χωράφι μου κ.τ.λ.)

ιστέ - ιστέ

Ετυμολογία: τουρκ. işte

  • Είτε - είτε

    • -Ιστέ του πεις ιστέ ε του πεις, φτος α καν' του θ'κό τ'.
ιστέ οϊλέ
  • Ελαφρύς, χαζός

ιστιμέμ

Ετυμολογία: τουρκ. ıstemem

  • Δεν θέλω

Επίσης:
ίστσιους (ι)
  • Ο ίσκιος

ιτς

Ετυμολογία: τουρκ. hıç

  • τίποτα

ιφ
  • Ναι βέβαια

    • -Τουν είδις μεσ' κ' αυλή τ' Γιώργ';

    • -Ιφ!
ιφρίτ
  • Μεγάλος θυμός

    • -Ιφρίτ γίντσι μόλις τ' άκσι.
ιφτσή (η)
  • Ευχή

    • -Η γ'ναίκα είνι ιφτσή μεσ' του σπίκ'

    • -Κ' ιφτσή μ' νάχ'ς μουρέλι μ'!