Βρέθηκε το λήμμα
ιμπνές (ι)
  • Μπινές=ομοφυλόφιλος άνδρας, (υβριστ) άνθρωπος αναξιόπιστος, κακού χαρακτήρα

    • -Πάρτα ιμπνέ να μη στα χρουστώ = μούντζα