Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Μπινές=ομοφυλόφιλος άνδρας, (υβριστ) άνθρωπος αναξιόπιστος, κακού χαρακτήρα