Βρέθηκε το λήμμα
ικράμ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. ikram

  • Η περιποίηση με την καλή αλλά και με την κακή έννοια

    • -Ούλου ικράμια τ' κάν'! = συνεχώς τον περιποιείται (με την καλή έννοια)

    • -Ας κάνου ένα ικράμ που α του θ'μάσι = θα σε «περιποιηθώ» (με την κακή έννοια)