δοιάκ' (του) Βλέπε:
δόλιους (ι)
  • Ο κακότυχος (συν. κατσπουδιάρ'ς)

δόσια έχου
  • Με απασχολεί κάτι έντονα

δουντάγρα (η)
  • Η τανάλια παλιού οδοντιάτρου

δραμέλ' (του)
  • υποκορ.της λ. «δράμι»

δράτσινα (η)
  • Η δράκαινα (ψάρι με μικρό πτερύγιο που φέρει δηλητηριώδη αγκάθια και του οποίου το δάγκωμα προκαλεί μεγάλο πόνο)

δραχμάρα (η)
  • Δραχμή

    • -Αμέτι δώστι μια δραχμάρα για να πάρτι μια κουλιάρα
δρένιους (ι)
  • Δρύινος

δριμόν' (του)
  • Είδος κόσκινου που ξεχώριζε τα κότσαλα από το σιτάρι

δριμόν'σμα (του)
  • Κοσκίνισμα

δριμουνίζου
  • Κοσκινίζω με δριμόνι

δριπάν' (του)
  • Το δρεπάνι

δρουβέλ' (του)
  1. Εργαλείο μαραγκού (είδος τρυπανιού)

  2. μτφ. διαρκής πόνος από απώλεια αγαπητού προσώπου κ.τ.λ.

    • -Μι δρουβιλίζ' μιγάλους πόνους
δρουσ'νός (ι)
  • Δροσερός

δρώνου
  • Ιδρώνω

    • Φρ: τ'αυκί μ' ε δρών' = δεν συγκινούμαι εύκολα, είμαι σκληρός.

    • -Του κ'μάρ δρουστακεί! = εξωτερικό «δάκρυσμα» ενός πήλινου αγγείου (από το υδροστατεί)
δυουμιλιάρ'ς (ι)
  • Ο δίδυμος

δυουμιλιάρκου ή δυόμιλου (του)
  • Το δίδυμο