δγοιάκ'
διάκ'
διάτς
Ο κακότυχος (συν. κατσπουδιάρ'ς)
Με απασχολεί κάτι έντονα
Η τανάλια παλιού οδοντιάτρου
υποκορ.της λ. «δράμι»
Η δράκαινα (ψάρι με μικρό πτερύγιο που φέρει δηλητηριώδη αγκάθια και του οποίου το δάγκωμα προκαλεί μεγάλο πόνο)
Δραχμή
Δρύινος
Είδος κόσκινου που ξεχώριζε τα κότσαλα από το σιτάρι
Κοσκίνισμα
Κοσκινίζω με δριμόνι
Το δρεπάνι
Εργαλείο μαραγκού (είδος τρυπανιού)
μτφ. διαρκής πόνος από απώλεια αγαπητού προσώπου κ.τ.λ.
Δροσερός
Ιδρώνω
Ο δίδυμος
Το δίδυμο