Βρέθηκε το λήμμα
δρώνου
  • Ιδρώνω

    • Φρ: τ'αυκί μ' ε δρών' = δεν συγκινούμαι εύκολα, είμαι σκληρός.

    • -Του κ'μάρ δρουστακεί! = εξωτερικό «δάκρυσμα» ενός πήλινου αγγείου (από το υδροστατεί)