Βρέθηκε το λήμμα
δρουβέλ' (του)
  1. Εργαλείο μαραγκού (είδος τρυπανιού)

  2. μτφ. διαρκής πόνος από απώλεια αγαπητού προσώπου κ.τ.λ.

    • -Μι δρουβιλίζ' μιγάλους πόνους