Θυμάμαι
Ετυμολογία: μσν. αθάσιον (=εύθραυστο αμύγδαλο)
shareΠοικιλία εύθραυστου αμυγδάλου. Επίσης ρόφημα που γινόταν από βρασμένα αμύγδαλα αυτής της ποικιλίας και άλλα υλικά και το έδιναν στις λεχώνες για ανάκτηση των δυνάμεών τους μετά τη γέννα
Η οπή που βρίσκεται στο πάνω άκρο του αγκιστριού. Από εκεί δένουν τη μισινέζα. Θελιά έχουν μόνο τα μεγάλα αγκίστρια
Ζεστός χηλός για λεχώνα και αφέψημα για το κρυολόγημα.
Κάθομαι απρόσκλητος (σαν βασιλιάς στο θρόνο), στρογγυλοκάθομαι εκεί που δεν μου αρμόζει