Βρέθηκε το λήμμα
θάσιου (του)

Ετυμολογία: μσν. αθάσιον (=εύθραυστο αμύγδαλο)

  • Ποικιλία εύθραυστου αμυγδάλου. Επίσης ρόφημα που γινόταν από βρασμένα αμύγδαλα αυτής της ποικιλίας και άλλα υλικά και το έδιναν στις λεχώνες για ανάκτηση των δυνάμεών τους μετά τη γέννα