Βρέθηκε το λήμμα
ζαρπαπνάρ' (του)
  1. Είδος σφυρίχτρας.

  2. Το στόμιο του ποτιστηριού που έχει τη μορφή της ντουζιέρας.

  3. μτφ. σφύριγμα του λαιμού μετά από κρυολόγημα ή βρογχικά. 4) μτφ. το ανδρικό πέος