Βρέθηκε το λήμμα
ζαρίφ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. zarıf = λεπτός, ευγενικός, κομψός, αρεστός στους άλλους

  • Άνθρωπος κομψός, λεπτός, ευγενικός στους τρόπους, ευγενής