Βρέθηκε το λήμμα
ζαπ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. zaptı = κατάληψη, δάμασμα

  • Επιβολή, κουμάντο, έλεγχος

    • -Αντών', η γ'ναίκα μ' θα μι σκάσ', ε μπουρώ να κ' κάνου ζάπ.

    • -Ζάπ δε γίνιτι του έρμου του ζό = δεν κουμαντάρεται