Βρέθηκε το λήμμα
ρουδανέλ' (του)
  • υποκορ. της λ. «ρουδάν'»

    • -Του μ'κρό τ'ς του ρουδανέλ' τούχι μέσα στου

    • παλιουσιντκέλ'