Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ.
Ο μεσάζων, αυτός που εξυπηρετεί, που κάνει θελήματα