Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ.
Συνεισφορά κοινή σε γεύμα, ποτό, διασκέδαση κ.τ.λ.