Βρέθηκε το λήμμα
ριφέγκιουνου (του)
  • Έξαψη, οίστρος, φασαρία, γλέντι

    • -Έχου ριφέγκιουνου = βρίσκομαι σε έξαψη, σε οίστρο, κάνω φασαρία

    • -Ε μ' αφήσαν να τσ'μηθώ, είχαν ριφέγκιουνου τα μπαστάρκα ούλη νύχτα