Βρέθηκε το λήμμα
ψουμέλ' (του)
  • υποκορ. της λ. «ψουμί - ψωμί»

    • -Λόγιαζι, Γιάνν', του σπίκι σ' τσι κη γ'ναίκα σ', τρώγι ψουμέλ' ντόπιου, τσι άσι τσ' άσπρις πίτις