Βρέθηκε το λήμμα
ψατσιά (τα)
  1. Φαρμάκια

    • -Γω φταίγου να σ' άφ'να να γαριάσ'ς, που σι μιγάλουσα να μας πουκίισ' ψατσιά!
  2. μτφ. άγουρα φρούτα