Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Σύκο που έχει ωριμάσει πολύ, έχει πέσει από το δένδρο και έχει συρρικνωθεί από τον ήλιο.