Βρέθηκε το λήμμα
ψ'χή (η)
  • Η ψυχή

    • Φρ.: Ε τουν σήκουσι η ψ'χή μ' = δεν τον χώνεψα (αυτό τον άνθρωπο)

    • Φρ.: Πα σκη ψ'χή μ' κάθιτι = δεν τον αντέχω, δεν τον μπορώ