Βρέθηκε το λήμμα
ουλουσούσουμους

Ετυμολογία: όλος + μσν. σουσούμιν < συσσήμιον, υποκορ. του μτγν. σύσσημον (= σύνθημα)

  • Ίδιος με κάποιον άλλον, ολόιδιος, φτυστός