Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: όλος + μσν. σουσούμιν < συσσήμιον, υποκορ. του μτγν. σύσσημον (= σύνθημα)
Ίδιος με κάποιον άλλον, ολόιδιος, φτυστός