Βρέθηκε το λήμμα
όρτσις - μπόρτσις
  • Περπάτημα με ασταθές βήμα

    • Φρ.: Παγαίν' όρτσις - μπόρτσις = παραπατάει

    • Φρ.: Η βόλτα τουν μάρανι, ε βλέπ' του χάλι τ'! Παγαίν' όρτσις - μπόρτσις, ένας τραμσ'ακός είνι!