Βρέθηκε το λήμμα
όρτσιλογ' (επίρρ.)
  • Επίτηδες, επί τούτου

    • -Πήγι όρτσιλογ'=πήγε επί τούτου

    • -Όρτσιλογ' τα λέγου για να δω τι σκουπό έχ'ς